μελάνωση

μελάνωση
η
μαύρισμα, μελάνωμα: Η μελάνωση του δάχτυλου έγινε επειδή το μάγκωσα στην πόρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελάνωση — Μη φυσιολογική εναπόθεση μελανίνης στους ιστούς, και ιδιαίτερα στο δέρμα. (Βοτ.) Ασθένεια που προσβάλλει τους ιστούς των φυτών, προκαλώντας παθολογικές αλλοιώσεις· γενικά, πάνω στο προσβεβλημένο όργανο εμφανίζονται πολλές διάχυτες μελανές κηλίδες …   Dictionary of Greek

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • μελανίαση — η η μελάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελανιώ + ίαση*] …   Dictionary of Greek

  • φωτομεταλλογραφία — η, Ν (τυπογρ.) φωτομηχανική διεργασία κατά την οποία χρησιμοποιείται πλάκα ψευδαργύρου ή αλουμινίου πάνω στην οποία η προς μελάνωση επιφάνεια δεν παρουσιάζει ούτε εσοχές ούτε επάρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photometallographie] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”